- εμύς
- (emys). Γένος αμφίβιων ερπετών της οικογένειας των εμυδιδών, που περιλαμβάνει τις αποκαλούμενες χελώνες των γλυκών νερών ή νερoχελώνες.
Κυριότερα είδη είναι η ε. η λεπρώδης, που ζει στο Αλγέρι και στο Μαρόκο, και η ε. η ιλυόβιος, γνωστή με την κοινή ονομασία λασποχελώνα, που ζει στη νότια Ευρώπη και στη βόρεια Αφρική. Το κοιλιακό τμήμα του οστράκου αυτής της χελώνας αποτελείται από δύο κινητούς λοβούς, που, καθώς διπλώνονται, καλύπτουν εντελώς το κεφάλι και τα άκρα της, τα οποία έχουν τραβηχτεί μέσα στο όστρακο. Έχει μήκος έως 35 εκ. και δάχτυλα ενωμένα μεταξύ τους με μεμβράνη. Ζει στα τέλματα, στα ρεύματα ή στις όχθες τους, όπου τρέφεται με ψάρια, αμφίβια, έντομα κλπ. Το φθινόπωρο κρύβεται μέσα στη λάσπη, όπου ζευγαρώνει, και ξαναβγαίνει στην επιφάνεια την άνοιξη. Το είδος αυτό της χελώνας μπορεί να ζήσει έως 120 χρόνια. Η ε. η ευρωπαϊκή, που ζει και στην Ελλάδα, περνά τον χειμώνα μέσα στη γη, βυθισμένη σε νάρκη. Εξαιτίας της νόστιμης σάρκας της γίνεται ολοένα και πιο σπάνια.
* * *η και ο (Α ἐμύς και ἑμύς)νεοελλ.ζωολ. γένος αμφίβιων ερπετών τής οικογένειας τών τεστουδινιδών που περιλαμβάνει 10 περίπου είδη χελωνώναρχ.χελώνα τών γλυκών νερών.
Dictionary of Greek. 2013.